εξευλαβούμαι

εξευλαβούμαι
ἐξευλαβοῡμαι, -έομαι (Α) [ευλαβούμαι]
παίρνω μεγάλες προφυλάξεις για να αποφύγω ένα κακό («ἐξευλαβοῡνται μὴ φίλοις τεύχειν ἔριν», Ευρ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”